- βουνίζω
- βουνίζω, ([etym.] βουνός)A heap up, pile up, LXX Ru.2.14,16.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βουνίζω — (Α) [βουνός] σωρεύω … Dictionary of Greek
βεβουνισμένων — βουνίζω heap up perf part mp fem gen pl βουνίζω heap up perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουνίζει — βουνίζω heap up pres ind mp 2nd sg βουνίζω heap up pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουνισθέντες — βουνίζω heap up aor part pass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουνίζων — βουνίζω heap up pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουνίσην — βουνίζω heap up fut inf act (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐβούνισεν — βουνίζω heap up aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουνό — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 7 κάτ.) των Κυθήρων. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού και υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυθήρων της νομαρχίας Πειραιώς. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ., 251 κάτ.) στην πρώην… … Dictionary of Greek